ἀνειρήσθω

ἀνειρήσθω
ἀνά-ἐρῶ
verbum
perf imperat mp 3rd sg (epic ionic)
ἀνά-εἰρέω
say
pres imperat mp 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”